μάγουλο

μάγουλο
το (Μ μάγουλον)
καθένα από τα δύο πλάγια μέρη τού προσώπου, η παρειά
νεοελλ.
1. μτφ. καθένα από τα δύο καμπυλωτά μέρη που βρίσκονται στα πλάγια τής πλώρης τού πλοίου
2. μτφ. το πλευρικό τοίχωμα κάθε αντικειμένου
μσν.
η κάτω σιαγόνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υστερολατ. magulum].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μάγουλο — το (λ. λατ.) 1. η παρειά του προσώπου: Με φίλησε στο μάγουλο. 2. οι καμπύλες γραμμές στα πλάγια της πλώρης του πλοίου: Ένα δελφίνι πλησίασε στα μάγουλα του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γένυς — ( υος), η (Α) 1. η κάτω γνάθος, το σαγόνι 2. πληθ. αἱ γένυες η άνω και η κάτω γνάθος, τα σαγόνια 3. μάγουλο 4. η κόψη τού τσεκουριού 5. το τσεκούρι 6. το άκρο τού αγκιστριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλιά ινδοευρ. λ. που δηλώνει ένα μέρος τού σώματος και… …   Dictionary of Greek

  • βούκα — η (AM βούκα) 1. μπουκιά 2. μάγουλο 3. καταπακτή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο»] …   Dictionary of Greek

  • μαγούλα — Ονομασία δεκατριών οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 3.728 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδας της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, στην πεδιάδα της Ελευσίνας, 24 χλμ. ΒΔ της πρωτεύουσας. Αποτελεί έδρα της… …   Dictionary of Greek

  • παρήϊον — τὸ, Α 1. παρειά, μάγουλο 2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια τού χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά* «μάγουλο» + επίθημα ήϊον (πρβλ. πρυταν ήϊον)] …   Dictionary of Greek

  • παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μαγούλιοι — Μαγούλιοι, οἱ (Μ) Μογγόλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γουλάμιος (< αραβ. ghulam), με αντιμετάθεση τών συμφώνων, ή < Μογγόλοι με παρετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ουσ. μάγουλο] …   Dictionary of Greek

  • αλίγκιος — ἀλίγκιος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με κάτι, όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ποιητική με αβέβαιη ετυμολογία. Η σύνδεση της με το αρχ. σλαβ. lice «μάγουλο, πρόσωπο» φαίνεται αυθαίρετη. Εξάλλου η ακριβής σχέση τής λ. ἀλίγκιος με τη συνώνυμή της ἐναλίγκιος (που… …   Dictionary of Greek

  • βουκία — βουκία, η (Α) και βουκιά (Μ) η μπουκιά αρχ. είδος αρτοειδούς γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bucca «μάγουλο» (πρβλ. βούκα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”